- σταχυηκόμος
- σταχυηκόμοςcultivating ears of cornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταχυηκόμος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κόμος. Το συνδ. φων. η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
σταχυηκόμον — σταχυηκόμος cultivating ears of corn masc/fem acc sg σταχυηκόμος cultivating ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
σταχυηκομώ — έω, Α [σταχυηκόμος] καλλιεργώ σιτηρά … Dictionary of Greek